συνδιοικητής

συνδιοικητής
ο, Ν
διοικητής από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο Περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δροσόπουλος, Ιωάννης — (Σούρπη, Αλμυρός 1870 – Αθήνα 1939). Οικονομολόγος και τραπεζικός. Σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία διορίστηκε το 1888 στο υποκατάστημα της Λαμίας με τον κατώτερο υπαλληλικό βαθμό. Υπηρέτησε διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες …   Dictionary of Greek

  • Ζαβιτσάνος, Κωνσταντίνος — (1878 – 1946). Νομικός και πολιτικός. Αρχικά, εργάστηκε ως δικαστής και στη συνέχεια εγκατέλειψε τον δικαστικό κλάδο και ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής και το 1912 έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”